Tuesday, October 31, 2006

5.

Είναι, σίγουρα η ίδια εξοχή.Το ίδιο αγροτικό σπίτι των γονιών : η ίδια αίθουσα που πάνω από τις πόρτες υπάρχουν κοκκινωπές ποιμενικές ζωγραφιές, με οικόσημα και λιοντάρια. Το δείπνο γίνεται σε ένα σαλόνι με κεριά και κρασιά και παλιές ξύλινες επενδύσεις. Το τραπέζι του φαγητού είναι πολύ μεγάλο.Οι υπηρέτριες!ήταν πολλές, απ’ότι θυμάμαι.- Ήταν εκεί ένας από τους παλιούς νεαρούς φίλους μου, παπάς και ντυμένος σαν παπάς,τώρα:ήταν για να είναι πιο ελεύθερος.Θυμάμαι την πορφυρή καμαρά του, με τζάμια από κίτρινο χαρτί και τα βιβλία του κρυμμένα που μούσκεψαν μέσα στον ωκεανό.
Εγώ ήμουνα παρατημένος σε αυτό το ατέλειωτο εξοχικό σπίτι: διαβάζοντας μέσα στην κουζίνα, στεγνώνοντας τη λάσπη των ρούχων μου μπροστά στους ξένους, στις συζητήσεις του σαλονιού:συγκινημένος μέχρι θανάτου με το ψιθύρισμα από το πρωινό γάλα και τη νύχτα του τελευταίου αιώνα.

4.


Είμαι ένας εφήμερος και διόλου υπερβολικά δυσαρεστημένος πολίτης μιας μεγαλούπολης που νομίζουν μοντέρνα επειδή απέφυγαν κάθε γνωστό γούστο στην επίπλωσηκαι στο εξωτερικό των σπιτιών τόσο καλά όσο και στο πολεοδομικό σχέδιο. Εδώ δε θα προσέξετε ίχνη κανενός μνημείου πρόληψης. Η ηθική και η γλώσσα περιορίστηκαν στην πιο απλή τους έκφραση, επιτέλους! Αυτά τα εκατομμύρια των ανθρώπων που δεν αισθάνονται την ανάγκη να γνωρίζουν τον εαυτό τους οργανώνουν τόσο ομοιόμορφα την ανατροφή, το επάγγελμα και τα γεράματα του, έτσι που η ζωή τους πρέπει να κρατά πολύ λιγότερο απ΄όσο βρίσκει μια τρελλή στατιστική για τους λαούς της ηπείρου. Κι ακόμα σαν να βλέπω από το παράθυρο μου, καινούρια σκιάχτρα να κυλούν ανάμεσα απ΄την πυκνή κι αιώνια καπνιά του κάρβουνου, -η σκιά μας των δασών, η καλοκαιρινή νύχτα μας- νέες Ερινύες, μπροστά στο εξοχικό μου σπίτι που είναι η πατρίδα μου και όλη μου η καρδιά αφού όλα εδώ μοιάζουν σε αυτό, - το Θάνατο χωρίς κλάματα, δραστήρια κόρη και υπηρέτρια μας, μια αγάπη απελπισμένη, και ένα όμορφο έγκλημα που ουρλιάζει μέσα στη λάσπη του δρόμου.


3.


Καμμιά φορά βλέπω στον ουρανό αμμουδιές χωρίς τέλος σκεπασμένες από άσπρα χαρούμενα έθνη. Ένα μεγάλο χρυσό ιστιοφόρο, από πάνω μου, κινεί τις πολύχρωμες ναυτικές σημαίες του κάτω από τις αύρες του πρωινού. Δημιούργησα όλες τις γιορτές, όλους τους θριάμβους, όλα τα δράματα. Δοκίμασα να εφεύρω καινούρια λουλούδια, καινούρια άστρα, καινούριες σάρκες, καινούριες γλώσσες. Νόμισα ότι κατέχω υπερφυσικές δυνάμεις. Ε καλά! Πρέπει να θάψω τη φαντασία μου και τις αναμνήσεις μου. Μου πήρανε μια ωραία δόξα καλλιτέχνη και παραμυθά. Εγώ!Εγώ που ονομάστηκα μάγος ή άγγελος, απαλλαγμένος από κάθε ηθική, ξαναγύρισα στη γη, ψάχνοντας για ένα καθήκον και για να αγκαλιάζω την τραχειά πραγματικότητα. Χωριάτη!Γελάστηκα;Η ευσπλαχνία θα ήταν αδελφή του θανάτου για μένα; Επιτέλους θα ζητήσω συγγνώμη γιατί έχω τρφεί με ψέμμα. Και εμπρός. Αλλά ούτε ένα φιλικό χέρι! Και από πού να αντλήσω βοήθεια;

2.

Νάμαι πάνω στην αρμορικανή παραλία.Ας φωταγωγηθούν οι πόλεις μέσα στο βράδυ.Η μέρα μου τελείωσε.Εγκαταλείπω την Ευρώπη. Ο θαλασσινός αέρας θα κάψει τα πλεμόνια μου. Τα χαμένα κλίματα θα με μαυρίσουν. Να κολυμπώ, να τσακίζω το χόρτο, να κυνηγώ, ιδίως να καπνίζω.Να πίνω ποτά δυνατά σαν καυτό μέταλλο, -όπως έκαναν αυτοί οι αγαπητοί πρόγονοι γύρω από τις φωτιές.Θα ξανάρθω, με μέλη από σίδερο, το δέρμα σκούρο, το μάτι αγριεμένο:από τη μάσκα μου, θα με κρίνουν δυνατή ράτσα. Θάχω χρυσάφι: θάμαι άεργος και βάναυσος. Οι γυναίκες περιποιούνται αυτούς τους άγριους σακάτηδες που γυρίζουν από τις θερμές χώρες.Θα ανακατευτώ στην πολιτική. Σωσμένος.Τώρα είμαι καταραμένος, μου προκαλεί φρίκη η πατρίδα.Το καλύτερο, είμαι ένας γερά μεθυσμένος ύπνος στην αμμουδιά.

Από τώρα φθινόπωρο! –Αλλά γιατί να νοσταλγούμε έναν αιώνιο ήλιο, αν είμαστε στρατευμένοι στην αποκάλυψη της θεικής φωτεινότητας,-μακριά από τους ανθρώπους που πεθαίνουν στην ώρα τους.Το φθινόπωρο.Η βάρκα μας υψωμένη μέσα στις ακίνητες ομίχλες γυρίζει στο λιμάνι της αθλιότητα, η πελώρια πολιτεία με το λεκιασμένο από φωτιά και λάσπη ουρανό. Α! τα σάπια κουρέλια, το ψωμί μουσκεμένο από βροχή, το μεθύσι, οι χίλιες αγάπες που με σταύρωσαν.Δεν θα τελείώσει λοιπόν ποτέ αυτός ο βρυκόλακας που βασιλεύει σε εκατομμύρια ψυχές και νεκρά κορμιά που θα κριθούν! Ξαναβλέπω τον εαυτό μου με δέρμα φαγωμένο από τη λάσπη και την πανούκλα με τα μαλλιά και τις μασχάλες γεμάτα σκουλήκια και ακόμα πιο μεγάλα σκουλήκια, ξαπλωμένος ανάμεσα σε αγνώστους χωρίς ηλικία, χωρίς αίσθημα ... Θα μπορούσα να πεθάνω εκεί... Η φριχτή ανάμνηση! Απεχθάνομαι την αθλιότητα. Και φοβάμαι το χειμώνα γιατί είναι η εποχή των ανέσεων!

1.

Αυτό το είδωλο,μαύρα μάτια και κίτρινη χαίτη, χωρίς γονείς ή αυλή, πιο ευγενικό από το μύθο, μεξικανικό και φλαμανδικό. Το κτήμα του, γαλάζιο και πράσινο αυθάδικο, απλώνεται πάνω σε παραλίες βαφτισμένες από κύματα χωρίς πλοία με ονόματα άγρια ελληνικά,σλαβικά, κέλτικα.

Στην άκρη του δάσους – τα λουλούδια του ονείρου κουδουνίζουν, λάμπουν, φωτίζουν,- το κορίτσι με το πορτοκαλένιο χείλι, τα γόνατα σταυρωμένα μέσα στο φωτεινό κατακλυσμό που ξεπηδά από τα λειβάδια, γύμνια που σκιάζουν, διασχίζουν και ντύνουν τα ουράνια τόξα, η χλωρίδα, η θάλασσα.

Κυρίες που τριγυρίζουν πάνω στις γειτονικές ταράτσες της θάλασσας. Μικρά κορίτσια και μεγαλόσωμες γυναίκες, υπέροχες μαύρες μέσα στον πρασινόγκριζο αφρό, όρθια κοσμήματα πάνω στην γόνιμη γη των μικρών δασών και των περιβολιών που ξεπάγιασαν, -νεαρές μητέρες και μεγάλες αδελφές με βλέμματα γεμάτα ταξίδια που ξεπάγωσαν,-νεαρές μητέρες και μεγάλες αδελφές με βλέμματα γεμάτα ταξίδια, σουλτάνες,πριγκίπισσες με τρόπο βαδίσματος και στολές τυραννικές, μικρές ξένες και δυστυχισμένα πλάσματα με γλυκειά έκφραση.

Τι πλήξη η ώρα του «αγαπητού κορμιού» και της «αγαπητής καρδιας»